φιλοθάλαμος

φιλοθάλαμος
-ον, Μ
(για γυναίκα) αυτός που τού αρέσει το γαμήλιο δωμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + θάλαμος «γαμήλιο δωμάτιο» (πρβλ. νεο-θάλαμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”